- τυραννώ
- τυραννώ και τυραννεύω τυράννησα, τυραννήθηκα και τυραννίστηκα, τυραννημένος και τυραννισμένος, και τυραγνώ τυράγνησα, τυραγνήθηκα, τυραγνισμένος1. αμτβ., είμαι τύραννος, κυβερνώ ως τύραννος, είμαι απόλυτος κυρίαρχος.2. μτβ., καταπιέζω κάποιον, τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ, τον παιδεύω: Τον τυράννησε η γυναίκα του.3. η μτχ. παθ. πρκ., τυραννισμένος και τυραννημένος και τυραγνισμένος και τυραννεμένος αυτός που δοκίμασε βάσανα και πίκρες, βασανισμένος, ταλαιπωρημένος, πολύπαθος: Τυραννισμένη ζωή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.